Το περιστέρι του σχολείου
και το περιστέρι του περιστερώνα
συναντήθηκαν στην ταράτσα ενός κουρείου,
πάνω σε μια κολώνα.
Το περιστέρι του σχολείου γυρνάει και του λέει:
«Όποτε σε βλέπω, ένα ερώτημα με καίει.
Πώς γίνεται να μη σ’ αρέσει ο γαλάζιος ουρανός;
Πώς γίνεται να μη σ’ αρέσει ο ήλιος μας ο λαμπερός;»
Το περιστέρι του σχολείου συνεχίζει:
«Όποτε σε βλέπω ένα ερώτημα με βασανίζει.
Πώς γίνεται να μην αγαπάς την ελευθερία
και την ειρήνη… και τη δημοκρατία;»
Το περιστέρι του περιστερώνα συλλογίστηκε.
Δίχως να χάσει χρόνο αποκρίθηκε,
ότι όλα αυτά πολύ τα αγαπάει,
αλλά αναρωτήθηκε για ποιον λόγο το ρωτάει.
«Σε ρωτάω, γιατί ζεις
μέσα στο σκοτάδι μια ζωή.
Το φως του ήλιου για να δεις,
πρέπει να σε βγάλουν απ’ το κλουβί.
Απ’ την πόρτα του περιστερώνα σαν βγεις,
πετάς ψηλά και βλέπεις αντικείμενα.
Μα θα πας και πάλι μέσα να κλειστείς,
λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.
Δίχως αλυσίδες σ’ έχουνε να ζεις.
Για λίγο πετάς ψηλά και χάνεσαι.
Μα αν απομακρυνθείς, θα ελευθερωθείς!
Αυτό δεν το αντιλαμβάνεσαι…»
Πηγή: «Περιβάλλον, Μετανάστευση, Πανδημία, 25 Χρόνια λειτουργίας της Πνευμονολογικής Κλινικής του Π.Γ.Ν.Λ.», συλλογικός τόμος, ebook Λάρισα 2023