Βλέπω τα τρένα να περνούν απ’ το σταθμό
τρέχει το πλήθος για να μπει, να τα προφτάσει
κι αυτά σφυρίζουν δυνατά και βιαστικά
φεύγουν για κάμπους μακρινούς βουνά και δάση.
Κι όποιος τα χάσει και στην ώρα του δεν μπει
μονάχος μέσα στο σταθμό θα περιμένει
ώρες πολλές που ‘ναι γεμάτες μοναξιά
Κι η θλίψη μέσα στη ματιά του θα βαραίνει.
Κι εγώ που γρήγορα να τρέξω προσπαθώ
ποτέ το τρένο της ζωής δεν προλαβαίνω
κι όσο κι αν τρέχω κι αγωνίζομαι μ’ ορμή
πάλι μονάχος στο σταθμό θα περιμένω.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος, 1978-