Ω σεις οι ονομάζοντες υπόκρισιν τον θρήνον,
οι την μαινάδα ποίησιν επευφημούντες μόνον,
σεις οι καλούντες ξενικά το δάκρυ και τον στόνον,
δεν έχετε λοιπόν φωνήν χειλέων ανθρωπίνων;
Υπό ωραίον ουρανόν η μοίρα μετεβλήθη,
και άλλη πάλλει, άτρωτος καρδία εις τα στήθη;
Πότε δεν εθρηνήσατε; το κλίμα της Ελλάδος,
αποκαλύπτον ουρανόν βαθύτερον των άλλων,
δεν φέρει εις τα στήθη σας το του αγνώστου σάλον;
Δηλοί ειρήνην της ψυχής ο της ελαίας κλάδος;
Η και εάν είσθε ευτυχείς, υπό φιλανθρωπίας
βαθείας δεν προσείδατε στιγμάς μελαγχολίας;
Δεν απηντήσατε ποτέ τον δίσκον επαιτούντος,
ποτέ δεν απηντήσατε ωχρών μορφήν νοσούντος,
πατέρα συνοδεύοντα του τέκνου του το πτώμα
και δυσπιστούντα κ’ εις αυτόν τον Ύψιστον ακόμα;
Ω! εάν είσθε ευτυχείς υπό σκιάν ομοίαν,
διδάξετε και εις ημάς τοιαύτην ευτυχίαν!
Πηγή: Ποιήσεις, Αργυρίου Αλ. (επιμ.), εκδ. Ερμής 2000