Και μέσα στο τίποτα, υπάρχει μια γλώσσα,
Περισσεύει το φως και μέσα στο τίποτα
και ρέει προς τα έξω. Περνά στην καρδιά μου,
φλεβίζει στο χέρι μου, ζητά να το ειπώ,
να το γράψω,
Αλλά πως:
Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είν’ απ’ του κόσμου
τον πλούτο πιο λίγες. Πιο λίγες απ’ τα
γεγονότα της άνοιξης. Προσπαθώ, συμμετέχω,
επιμένοντας μ’ όλα τα δάκρυα μου, μ’ όλους
των φλεβών μου τους χτύπους. Προσπαθώ ν’ αποχτήσω
μια επαφή με το φως, μ’ αυτές τις αμέτρητες
λέξεις που λάμπουν, μια επαφή με τη γλώσσα
που θάγραφα ένα προσκλητήριο, σαν την ανατολή του ηλίου:
Με στίχους αχτίνες.
Με στίχους σπαθιά. Με στίχους αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος, ποιητής, από τη συλλογή “Διάλογος με την ποίηση”.