Έφθανε αργά, πάντα αργά
στο σπίτι και στο γραφείο
περνώντας από δρόμους παλιούς
Ήταν νέος, σχεδόν παιδί
Μιλώντας για το χιόνι
η ματιά του λουζόταν στο φως
και τα μάγουλα κοκκίνιζαν
Και όταν ερχόταν η άνοιξη
βλάσταινε η ψυχή του πράσινη ελπίδα
Κάποτε τον ρώτησα τι είναι αγνότητα
και μου απάντησε: “Η πρώτη αγάπη”
Άλλοτε τον ρώτησα για τη μοναχικότητα
και μου έδειξε έναν πίνακα ζωγραφικής
λέγοντας: “Κάθε πινελιά φωτός”
Κάποια στιγμή τον είδα να συγκινείται
με κρεμασμένα παπούτσια στην πλατεία
ενθυμούμενος ότι παλιά κρέμαγαν ανθρώπους
Γύρισα, τον κοίταξα και τον άκουσα
να ψιθυρίζει σκεπτόμενος:
“Ο καπιταλισμός αγρίεψε
Ο καταναλωτισμός ανασαίνει
Κάπως αλλιώς θα σκοτώνουν
τον άνθρωπο σήμερα”
Έφθανε αργά, πάντα αργά
στο σπίτι και στο γραφείο
περνώντας από δρόμους παλιούς.
[2 Οκτωβρίου 2016]
Youngster
He arrived late, always late
at home and at office
going through old streets
He was young, almost a child
Speaking of snow
his gaze bathed in light
and his cheeks blushed
And when spring came
his soul germinated of green hope
Once I asked him what is chastity
and he replied: “The first love”
Another time, I asked him about loneliness
and he showed me a painting
saying: “Every touch of light”
Once I saw him moved
with hanging shoes in the square
remembering that in the past
people hung other people there
I turned around, I looked at him who was thinking
and I heard him whispering:
“Capitalism gets brutal
Consumerism is breathing
Nowadays there must be
a different way of killing people ”
He arrived late, always late
at home and at office
going through old streets.
[2 October 2016]