Με αβόλευτα βήματα σιγοπερπατώ
σε εκτάσεις με δέντρα ευτυχισμένα
κι όσα έχω στην καρδιά φυλαγμένα
στα κλαδιά των δέντρων ακουμπώ
Κι εκείνα άμεσα προς εμέ ομιλούν
για τον γελαστό κι ευγενικό ήλιο
από του ουρανού το περιστύλιο
που όταν τα εγγίζει σοφά σιωπούν
Λένε και για την λυτρωτική βροχή
που έρχεται όταν ο ήλιος δακρύζει
ενώ το άγγιγμα του ανέμου αγνίζει
όσα τους διηγούνται οι περαστικοί
Ομιλούν και για τη λάμπουσα σελήνη
που τις νύχτες τους ήσυχα στολίζει
και καθώς κοιμούνται τα αφυπνίζει
με το φως της κομίζοντας ειρήνη
Εγώ τους δείχνω πληγές ανοικτές
και τα δάκτυλά μου αγάπη πορίζουν
ενώ ελευθερία άτακτα διασπαθίζουν
τα τραύματα που είχα μέχρι χθες
Με αβόλευτα βήματα σιγοπερπατώ
σε εκτάσεις με δέντρα ευτυχισμένα
κι όσα έχω στην καρδιά χαραγμένα
στα κλαδιά των δέντρων ακουμπώ
κι αναβλύζουν Φως που τ’ ακολουθώ.
[Τετάρτη, 12 Δεκεμβρίου 2018]