Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.
Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο,
χωρίς καμιά σκιά στην όψη.
Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήσει, να το κόψει.
Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα,
κι είναι σα να ‘γινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.
Μια μαργαρίτα που ‘ναι αμφίβολη,
μόλο το Ναι που λέει η καρδιά της,
μόνον αφήνει να λυγίζεται
παθητικά την ομορφιά της.
Κι άλλα λουλούδια που ‘ναι σύμβολα
κι άλλα, μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είν’ όλα λεπτοκάμωτα∙
φανταστικά μόνον ανθούνε.
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει.
Κι αν την πληγώσει, θα ‘ναι ανίδεος
κι ούτε γι’ αυτό θα μετανιώσει.
Μαρία Πολυδούρη, 1902-1930, ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.